"Tο βασίλειο μου για έναν καφέ"...

Είναι πολλές μέρες τώρα που δεν έχει χρειαστεί να ψωνίσω κάτι. Βγαίνω τακτικά για περπάτημα αλλά μέχρι εκεί. Το τελευταίο διήμερο, θέλοντας να ανακτήσω μια ψευδαίσθηση κανονικότητας, φλερτάρω με την ιδέα να πάρω έναν καφέ απ' έξω. Στη βόλτα. 



Σήμερα η μέρα είναι καλή. Φτιάχνω εξοδόχαρτο, κωδικός μετακίνησης έξι. Για να μη μπω στο ασανσέρ, κατεβαίνω από τις σκάλες. Μένω στον έβδομο. Ανοίγω την εξώπορτα της πολυκατοικίας με τον αγκώνα. Περπατώ στη γειτονιά, σχεδιάζοντας μιαν αλλοπρόσαλλη διαδρομή από τους πιο απίθανους κι αδιάφορους δρόμους της Νέας Σμύρνης, προς αποφυγήν συμπολιτών μου. Μικρή στάση σε κάδο ανακύκλωσης ρούχων. Αφού βάλω γάντια, πιάνω το χερούλι με το δεξί χέρι και πετώ μέσα τη σακούλα. Με το αριστερό χέρι αυτή τη φορά -που επίσης φοράει γάντι- βγάζω όπως μας έχουν δείξει το γάντι από το δεξί. Κατόπιν, ολοκληρώνω τη χορευτική φιγούρα για δύο χέρια, βγάζω και το του αριστερού, με τον ειδικό τρόπο στον οποίο έχουμε γίνει όλοι εξπέρ. Τα πετάω σε διπλανό κάδο, πατώντας το πεντάλ του.

Συνεχίζοντας την πλέον ηλίθια διαδρομή για περίπατο, φτάνω στην πλατεία, σχεδόν τοίχο-τοίχο κι από αχαρτογράφητα περάσματα. Αποφεύγω παγίδες όπως ουρά σε ΑΤΜ και ανάγνωση εφημερίδων σε περίπτερο. 

Κάποια στιγμή βρίσκομαι σε αλυσίδα καφέ, χωρίς κόσμο να περιμένει, από αυτές που ο πελάτης εξυπηρετείται ενώ είναι σε ανοικτό χώρο, δηλ. στο πεζοδρόμιο. 
Δεν φοράω μάσκα και γι αυτό της παραγγέλνω τηρώντας την απόσταση ασφαλείας. Η υπάλληλος επίσης δεν φοράει μάσκα. Δεν ξέρω καν αν πρέπει ή έχει νόημα.
Καλού κακού όμως παραγγέλνω ζεστό καπουτσίνο. Σε περίπτωση που πέσει σταγονίδιο από την κοπέλα που το φτιάχνει, να βρει ατιμωτικό θάνατο στο καυτό νερό του ροφήματος. Η κοπέλα φοράει γάντια. Δεν ξέρω όμως πότε ήταν η τελευταία φορά που τα άλλαξε/έπλυνε/απολύμανε. Στον πάγκο υπάρχει αντισηπτικό. 
Όση ώρα εκείνη φτιάχνει τον καφέ, ψάχνω για τη στοίβα με τα πλαστικά καπάκια. Δεν είναι κάπου μπροστά μου για να το βάλω η ίδια με τα δικά μου, καθαρά χέρια και ΠΡΟΣΕΧΟΝΤΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΑΓΓΙΞΩ ΤΟ ΑΠΟ ΚΑΤΩ, ώστε να είναι ασφαλές και για μένα αλλά και για τον επόμενο. Της λέω να μη μου βάλει καπάκι. Για να μην το πιάσει (με τα γνωστα γάντια που περιγράψαμε πριν και το τοποθετήσει ΠΑΝΩ στο στόμιο). Την παρακολουθώ συνεχώς. Παρακολουθώ συνεχώς τα χέρια της λες και παίζουμε τον "παπά".

Μια σκέψη περνά αστραπιαία από το μυαλό μου. Σκέφτομαι να μιλήσω. Αλλά λέω μέσα μου, εντάξει, μην είσαι παρανοική, "δεν μπορεί...". Κι όμως. ΤΟ ΚΑΝΕΙ. 

Πιάνει τον καφέ με το χέρι της στο ύψος του στομίου και μου τον φέρνει/σερβίρει. Οριακά, το γάντι αγγίζει το χείλος, περιμετρικά του ποτηριού. Ευγενικά, της λέω και παράλληλα της δείχνω ότι το ποτήρι το σερβίρουμε κρατώντας το από χαμηλά. Εδώ, τον καλό καιρό, δεν το πιάνουμε από πάνω όταν σερβίρουμε. Ο,τιδήποτε. Βασικοί κανόνες εστίασης.

"Φοράω γάντια" μου λέει.
"Τα γάντια προστατεύουν εσάς" της λέω.
"Ναι" μου ξαναλέει.
"Δεν προστατεύει όμως εμένα που μου το δίνετε έτσι" της απαντώ.
"Μα βάζω αντισηπτικό και τα πλένω συχνά" συνεχίζει.
"Μπορεί" της λέω" αλλό ο πελάτης, δηλ. εγώ, δεν το ξέρω αυτό. Καλύτερα να είμαστε σίγουροι και να πιάνετε το ποτήρι, να έτσι, από χαμήλα, όταν σερβίρετε. Δεν είναι δύσκολο".
"Τί θέλετε;" με ρωτά με φανερή δυσφορία. "Θέλετε να σας φτιάξω άλλον;"
" 'Οχι, άσε το καλύτερα".

Πληρώνω, μου δίνει τα ρέστα, πλένω με το αντισηπτικό που έχω στην τσέπη τα χέρια μου, παίρνω τον καφέ και φεύγω.

Τον καφέ δεν τον ήπια.
Αλλά νομίζω ότι τον ήπιαμε όλοι.
Γενικώς.

Καλημέρα θλίψη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις